Translation meaning & definition of the word "appoint" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "διορισμένος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Appoint
[Διορίζω]/əpɔɪnt/
verb
1. Create and charge with a task or function
- "Nominate a committee"
- synonym:
- appoint ,
- name ,
- nominate ,
- constitute
1. Δημιουργία και φόρτιση με μια εργασία ή λειτουργία
- "Υποδείξτε μια επιτροπή"
- συνώνυμο:
- διορίζω ,
- όνομα ,
- υποψήφιος ,
- αποτελούν
2. Assign a duty, responsibility or obligation to
- "He was appointed deputy manager"
- "She was charged with supervising the creation of a concordance"
- synonym:
- appoint ,
- charge
2. Ανάθεση καθήκοντος, ευθύνης ή υποχρέωσης
- "Ορίστηκε υποδιευθυντής"
- "Της ανατέθηκε η επίβλεψη της δημιουργίας μιας συμφωνίας"
- συνώνυμο:
- διορίζω ,
- χρέωση
3. Furnish
- "A beautifully appointed house"
- synonym:
- appoint
3. Επιπλώνω
- "Ένα όμορφα διακοσμημένο σπίτι"
- συνώνυμο:
- διορίζω