Translation meaning & definition of the word "application" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εφαρμογή" στην ελληνική γλώσσα
Application
[Εφαρμογή]noun
1. The act of bringing something to bear
- Using it for a particular purpose
- "He advocated the application of statistics to the problem"
- "A novel application of electronics to medical diagnosis"
- synonym:
- application ,
- practical application
1. Η πράξη του να φέρεις κάτι να αντέξει
- Χρησιμοποιώντας το για ένα συγκεκριμένο σκοπό
- "Υποστήριξε την εφαρμογή των στατιστικών στο πρόβλημα"
- "Μια νέα εφαρμογή των ηλεκτρονικών στην ιατρική διάγνωση"
- συνώνυμο:
- εφαρμογή ,
- πρακτική εφαρμογή
2. A verbal or written request for assistance or employment or admission to a school
- "December 31 is the deadline for applications"
- synonym:
- application
2. Προφορική ή γραπτή αίτηση για βοήθεια ή απασχόληση ή εισαγωγή σε σχολείο
- "Η 31η δεκεμβρίου είναι η προθεσμία υποβολής αιτήσεων"
- συνώνυμο:
- εφαρμογή
3. The work of applying something
- "The doctor prescribed a topical application of iodine"
- "A complete bleach requires several applications"
- "The surface was ready for a coating of paint"
- synonym:
- application ,
- coating ,
- covering
3. Το έργο της εφαρμογής κάτι
- "Ο γιατρός συνταγογράφησε μια τοπική εφαρμογή ιωδίου"
- "Ένα πλήρες λευκαντικό απαιτεί πολλές εφαρμογές"
- "Η επιφάνεια ήταν έτοιμη για μια επικάλυψη του χρώματος"
- συνώνυμο:
- εφαρμογή ,
- επικάλυψη ,
- κάλυψη
4. A program that gives a computer instructions that provide the user with tools to accomplish a task
- "He has tried several different word processing applications"
- synonym:
- application ,
- application program ,
- applications programme
4. Ένα πρόγραμμα που δίνει στον υπολογιστή οδηγίες που παρέχουν στο χρήστη εργαλεία για να ολοκληρώσει μια εργασία
- "Έχει δοκιμάσει πολλές διαφορετικές εφαρμογές επεξεργασίας λέξεων"
- συνώνυμο:
- εφαρμογή ,
- πρόγραμμα εφαρμογής ,
- πρόγραμμα εφαρμογών
5. Liquid preparation having a soothing or antiseptic or medicinal action when applied to the skin
- "A lotion for dry skin"
- synonym:
- lotion ,
- application
5. Υγρό παρασκεύασμα με καταπραϋντική ή αντισηπτική ή φαρμακευτική δράση όταν εφαρμόζεται στο δέρμα
- "Μια λοσιόν για το ξηρό δέρμα"
- συνώνυμο:
- λοσιόν ,
- εφαρμογή
6. A diligent effort
- "It is a job requiring serious application"
- synonym:
- application ,
- diligence
6. Μια επιμελής προσπάθεια
- "Είναι μια δουλειά που απαιτεί σοβαρή εφαρμογή"
- συνώνυμο:
- εφαρμογή ,
- επιμέλεια
7. The action of putting something into operation
- "The application of maximum thrust"
- "Massage has far-reaching medical applications"
- "The application of indexes to tables of data"
- synonym:
- application
7. Η δράση της λειτουργίας κάτι
- "Η εφαρμογή της μέγιστης ώθησης"
- "Το μασάζ έχει εκτεταμένες ιατρικές εφαρμογές"
- "Η εφαρμογή των ευρετηρίων σε πίνακες δεδομένων"
- συνώνυμο:
- εφαρμογή