Translation meaning & definition of the word "applause" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χειροκρότημα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Applause
[Χειροκρότημα]/əplɔz/
noun
1. A demonstration of approval by clapping the hands together
- synonym:
- applause ,
- hand clapping ,
- clapping
1. Μια επίδειξη της έγκρισης χτυπώντας τα χέρια μαζί
- συνώνυμο:
- χειροκροτήματα ,
- παλαμάκια
Examples of using
His speech met with enthusiastic applause.
Η ομιλία του αντιμετώπισε ενθουσιώδη χειροκροτήματα.