Translation meaning & definition of the word "applaud" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επαίνω" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Applaud
[Απολύω]/əplɔd/
verb
1. Clap one's hands or shout after performances to indicate approval
- synonym:
- applaud ,
- clap ,
- spat ,
- acclaim
1. Χτυπήστε τα χέρια ή φωνάξτε μετά από παραστάσεις για να υποδείξετε την έγκριση
- συνώνυμο:
- χαιρετώ ,
- χτύπημα ,
- πατώ ,
- αναγνωρίζω
2. Express approval of
- "I applaud your efforts"
- synonym:
- applaud
2. Ρητή έγκριση του
- "Επικροτώ τις προσπάθειές σας"
- συνώνυμο:
- χαιρετώ
Examples of using
All the students applaud.
Όλοι οι μαθητές χειροκροτούν.
As soon as the new teacher entered the classroom, the students began to applaud.
Μόλις ο νέος δάσκαλος μπήκε στην τάξη, οι μαθητές άρχισαν να χειροκροτούν.