Translation meaning & definition of the word "appendage" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εφαρμογή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Appendage
[Προσαρτημάτων]/əpɛndɪʤ/
noun
1. An external body part that projects from the body
- "It is important to keep the extremities warm"
- synonym:
- extremity ,
- appendage ,
- member
1. Ένα εξωτερικό μέρος του σώματος που προβάλλει από το σώμα
- "Είναι σημαντικό να κρατήσετε τα άκρα ζεστά"
- συνώνυμο:
- άκρη ,
- προσάρτημα ,
- μέλος
2. A natural prolongation or projection from a part of an organism either animal or plant
- "A bony process"
- synonym:
- process ,
- outgrowth ,
- appendage
2. Μια φυσική παράταση ή προβολή από ένα μέρος ενός οργανισμού είτε ζώου είτε φυτού
- "Μια οστεώδης διαδικασία"
- συνώνυμο:
- διαδικασία ,
- εκφύλιση ,
- προσάρτημα
3. A part that is joined to something larger
- synonym:
- appendage
3. Ένα μέρος που ενώνεται με κάτι μεγαλύτερο
- συνώνυμο:
- προσάρτημα