Translation meaning & definition of the word "appease" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εμφάνιση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Appease
[Κατευνάζω]/əpiz/
verb
1. Cause to be more favorably inclined
- Gain the good will of
- "She managed to mollify the angry customer"
- synonym:
- pacify ,
- lenify ,
- conciliate ,
- assuage ,
- appease ,
- mollify ,
- placate ,
- gentle ,
- gruntle
1. Αιτία να είναι πιο ευνοϊκά κεκλιμένος
- Κερδίστε την καλή θέληση του
- "Κατάφερε να μαλακώσει τον θυμωμένο πελάτη"
- συνώνυμο:
- ειρηνεύω ,
- λενινοποιώ ,
- συμφιλιώνω ,
- αναλύσει ,
- κατευνάζω ,
- μαλακώνω ,
- πλακούντα ,
- απαλός ,
- παλλόμενοσ
2. Overcome or allay
- "Quell my hunger"
- synonym:
- quell ,
- stay ,
- appease
2. Ξεπερνώ ή καταδικάζω
- "Καταστρέψτε την πείνα μου"
- συνώνυμο:
- καταστέλλω ,
- μείνετε ,
- κατευνάζω
3. Make peace with
- synonym:
- propitiate ,
- appease
3. Κάνω ειρήνη με
- συνώνυμο:
- προπιτονώ ,
- κατευνάζω