Translation meaning & definition of the word "appealing" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εμφάνιση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Appealing
[Εφεσιβάλλω]/əpilɪŋ/
adjective
1. Able to attract interest or draw favorable attention
- "He added an appealing and memorable figure to popular american mythology"- vincent starrett
- "An appealing sense of humor"
- "The idea of having enough money to retire at fifty is very appealing"
- synonym:
- appealing
1. Ικανός να προσελκύσει το ενδιαφέρον ή να επιστήσει την ευνοϊκή προσοχή
- "Πρόσθεσε μια ελκυστική και αξέχαστη φιγούρα στη λαϊκή αμερικανική μυθολογία" - βίνσεντ στάρετ
- "Ελκυστική αίσθηση του χιούμορ"
- "Η ιδέα της ύπαρξης αρκετών χρημάτων για να συνταξιοδοτηθούν στα πενήντα είναι πολύ ελκυστική"
- συνώνυμο:
- ελκυστικός
2. (of characters in literature or drama) evoking empathic or sympathetic feelings
- "The sympathetic characters in the play"
- synonym:
- sympathetic ,
- appealing ,
- likeable ,
- likable
2. ( των χαρακτήρων στη λογοτεχνία ή το δράμα) προκαλώντας ενσυναίσθηση ή συμπαθητικά συναισθήματα
- "Οι συμπαθητικοί χαρακτήρες στο παιχνίδι"
- συνώνυμο:
- συμπαθητικόσ ,
- ελκυστικός ,
- αγαπητόσ ,
- προτιμώμενο
Examples of using
This topic is appealing to many.
Αυτό το θέμα είναι ελκυστικό για πολλούς.
She gave me an appealing look.
Μου έδωσε μια ελκυστική ματιά.