Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "appeal" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εμφανίζεται" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Appeal

[Έκκληση]
/əpil/

noun

1. Earnest or urgent request

  • "An entreaty to stop the fighting"
  • "An appeal for help"
  • "An appeal to the public to keep calm"
    synonym:
  • entreaty
  • ,
  • prayer
  • ,
  • appeal

1. Σοβαρό ή επείγον αίτημα

  • "Μια δελεαστική για να σταματήσουμε τις μάχες"
  • "Μια έκκληση για βοήθεια"
  • "Μια έκκληση προς το κοινό να παραμείνει ήρεμο"
    συνώνυμο:
  • παρακλητικό
  • ,
  • προσευχή
  • ,
  • προσφυγή

2. Attractiveness that interests or pleases or stimulates

  • "His smile was part of his appeal to her"
    synonym:
  • appeal
  • ,
  • appealingness
  • ,
  • charm

2. Ελκυστικότητα που ενδιαφέρει ή ευχαριστεί ή τονώνει

  • "Το χαμόγελό του ήταν μέρος της έκκλησής του προς αυτήν"
    συνώνυμο:
  • προσφυγή
  • ,
  • ελκυστικότητα
  • ,
  • γοητεία

3. (law) a legal proceeding in which the appellant resorts to a higher court for the purpose of obtaining a review of a lower court decision and a reversal of the lower court's judgment or the granting of a new trial

  • "Their appeal was denied in the superior court"
    synonym:
  • appeal

3. (νομική διαδικασία στην οποία ο αναιρεσεί καταφεύγει σε ανώτερο δικαστήριο με σκοπό την επανεξέταση κατώτερης δικαστικής απόφασης ή η παραχώρηση νέας δίκης

  • "Η έφεσή τους απορρίφθηκε στο ανώτερο δικαστήριο"
    συνώνυμο:
  • προσφυγή

4. Request for a sum of money

  • "An appeal to raise money for starving children"
    synonym:
  • solicitation
  • ,
  • appeal
  • ,
  • collection
  • ,
  • ingathering

4. Αίτηση για ένα χρηματικό ποσό

  • "Μια έκκληση για συγκέντρωση χρημάτων για παιδιά που λιμοκτονούν"
    συνώνυμο:
  • πρόσκληση
  • ,
  • προσφυγή
  • ,
  • συλλογή
  • ,
  • συγκέντρωση

verb

1. Take a court case to a higher court for review

  • "He was found guilty but appealed immediately"
    synonym:
  • appeal

1. Πάρτε μια δικαστική υπόθεση σε ανώτερο δικαστήριο για επανεξέταση

  • "Κρίθηκε ένοχος, αλλά αμέσως άσκησε έφεση"
    συνώνυμο:
  • προσφυγή

2. Request earnestly (something from somebody)

  • Ask for aid or protection
  • "Appeal to somebody for help"
  • "Invoke god in times of trouble"
    synonym:
  • appeal
  • ,
  • invoke

2. Ζητήστε σοβαρά (κάτι από κάποιον)

  • Ζητήστε βοήθεια ή προστασία
  • "Εμφανίζεται σε κάποιον για βοήθεια"
  • "Καλέστε τον θεό σε περιόδους προβλημάτων"
    συνώνυμο:
  • προσφυγή
  • ,
  • επικαλούμαι

3. Be attractive to

  • "The idea of a vacation appeals to me"
  • "The beautiful garden attracted many people"
    synonym:
  • attract
  • ,
  • appeal

3. Να είστε ελκυστικοί στο

  • "Η ιδέα των διακοπών μου απευθύνεται"
  • "Ο όμορφος κήπος προσέλκυσε πολλούς ανθρώπους"
    συνώνυμο:
  • προσελκύω
  • ,
  • προσφυγή

4. Challenge (a decision)

  • "She appealed the verdict"
    synonym:
  • appeal

4. Πρόκληση (α απόφαση)

  • "Έφεσε στην ετυμηγορία"
    συνώνυμο:
  • προσφυγή

5. Cite as an authority

  • Resort to
  • "He invoked the law that would save him"
  • "I appealed to the law of 1900"
  • "She invoked an ancient law"
    synonym:
  • invoke
  • ,
  • appeal

5. Αναφέρεται ως αρχή

  • Καταφεύγω σε
  • "Επικαλέστηκε το νόμο που θα τον έσωζε"
  • "Έφεσα στο νόμο του 1900"
  • "Επικαλείται έναν αρχαίο νόμο"
    συνώνυμο:
  • επικαλούμαι
  • ,
  • προσφυγή

Examples of using

Let's appeal to the people and see what it will say
Ας απευθυνθούμε στους ανθρώπους και ας δούμε τι θα πει
The lawyer decided to appeal the case.
Ο δικηγόρος αποφάσισε να ασκήσει έφεση στην υπόθεση.
The defendant was granted an appeal.
Ο κατηγορούμενος ασκήθηκε έφεση.