Translation meaning & definition of the word "apostle" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "απόστολος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Apostle
[Απόστολος]/əpɑsəl/
noun
1. An ardent early supporter of a cause or reform
- "An apostle of revolution"
- synonym:
- apostle
1. Ένθερμος πρώιμος υποστηρικτής μιας υπόθεσης ή μεταρρύθμισης
- "Ένας απόστολος της επανάστασης"
- συνώνυμο:
- απόστολος
2. Any important early teacher of christianity or a christian missionary to a people
- synonym:
- Apostle ,
- Apostelic Father
2. Οποιοσδήποτε σημαντικός πρώιμος δάσκαλος του χριστιανισμού ή χριστιανός ιεραπόστολος σε ένα λαό
- συνώνυμο:
- Απόστολος ,
- Αποστελικός Πατέρας
3. (new testament) one of the original 12 disciples chosen by christ to preach his gospel
- synonym:
- Apostle
3. (καινή διαθήκη) ένας από τους αρχικούς 12 μαθητές που επέλεξε ο χριστός για να κηρύξει το ευαγγέλιό του
- συνώνυμο:
- Απόστολος