Translation meaning & definition of the word "apologetic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απολογητική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Apologetic
[Απολογητική]/əpɑləʤɛtɪk/
adjective
1. Offering or expressing apology
- "An apologetic note"
- "An apologetic manner"
- synonym:
- apologetic ,
- excusatory
1. Προσφορά ή έκφραση συγγνώμης
- "Απολογητική σημείωση"
- "Απολογητικός τρόπος"
- συνώνυμο:
- απολογητική ,
- απαλλακτικόσ