Translation meaning & definition of the word "apocalyptic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αποκαλυπτική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Apocalyptic
[Αποκαλυπτική]/əpɑkəlɪptɪk/
adjective
1. Prophetic of devastation or ultimate doom
- synonym:
- apocalyptic ,
- apocalyptical ,
- revelatory
1. Προφητικό της καταστροφής ή της απόλυτης καταστροφής
- συνώνυμο:
- αποκαλυπτική ,
- αποκαλυπτικόσ
2. Of or relating to an apocalypse
- synonym:
- apocalyptic
2. Από ή σχετικά με μια αποκάλυψη
- συνώνυμο:
- αποκαλυπτική