Translation meaning & definition of the word "ape" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "στυλ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ape
[Άπε]/ep/
noun
1. Any of various primates with short tails or no tail at all
- synonym:
- ape
1. Οποιοδήποτε από τα διάφορα πρωτεύοντα με κοντές ουρές ή καθόλου ουρά
- συνώνυμο:
- πίθηκος
2. Someone who copies the words or behavior of another
- synonym:
- copycat ,
- imitator ,
- emulator ,
- ape ,
- aper
2. Κάποιος που αντιγράφει τις λέξεις ή τη συμπεριφορά του άλλου
- συνώνυμο:
- αντιγραφέασ ,
- μιμητήσ ,
- εξομοιωτήσ ,
- πίθηκος ,
- απατεώνασ
3. Person who resembles a nonhuman primate
- synonym:
- anthropoid ,
- ape
3. Πρόσωπο που μοιάζει με μη ανθρώπινο πρωτεύον
- συνώνυμο:
- ανθρωποειδής ,
- πίθηκος
verb
1. Imitate uncritically and in every aspect
- "Her little brother apes her behavior"
- synonym:
- ape
1. Μιμηθείτε ακριβώς και σε κάθε πτυχή
- "Ο μικρός αδελφός της πιέζει τη συμπεριφορά της"
- συνώνυμο:
- πίθηκος
2. Represent in or produce a caricature of
- "The drawing caricatured the president"
- synonym:
- caricature ,
- ape
2. Εκπροσωπούν ή παράγουν μια καρικατούρα
- "Το σχέδιο καρικατούρησε τον πρόεδρο"
- συνώνυμο:
- καρικατούρα ,
- πίθηκος
Examples of using
When a big ape emerged from the cave, they got frightened and ran away.
Όταν ένας μεγάλος πίθηκος βγήκε από τη σπηλιά, φοβήθηκαν και έφυγαν.