Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "apart" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εξαίρεση" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Apart

[Εκτός]
/əpɑrt/

adjective

1. Remote and separate physically or socially

  • "Existed over the centuries as a world apart"
  • "Preserved because they inhabited a place apart"- w.h.hudson
  • "Tiny isolated villages remote from centers of civilization"
  • "An obscure village"
    synonym:
  • apart(p)
  • ,
  • isolated
  • ,
  • obscure

1. Απομακρυσμένο και ξεχωριστό φυσικά ή κοινωνικά

  • "Υπήρχε στο πέρασμα των αιώνων ως ένας κόσμος χωριστά"
  • "Διατηρούνται επειδή κατοικούσαν σε ένα μέρος χωριστά" - β.χ. χάντσον
  • "Μικροσκοπικά απομονωμένα χωριά απομακρυσμένα από κέντρα πολιτισμού"
  • "Ένα σκοτεινό χωριό"
    συνώνυμο:
  • υδροξ()
  • ,
  • απομονωμένος
  • ,
  • σκοτεινόσ

2. Having characteristics not shared by others

  • "Scientists felt they were a group apart"- vannever bush
    synonym:
  • apart(p)

2. Χαρακτηριστικά που δεν μοιράζονται οι άλλοι

  • "Οι επιστήμονες αισθάνθηκαν ότι ήταν μια ομάδα χωριστά" - βάνβερ μπους
    συνώνυμο:
  • υδροξ()

adverb

1. Separated or at a distance in place or position or time

  • "These towns are many miles apart"
  • "Stood with his legs apart"
  • "Born two years apart"
    synonym:
  • apart

1. Διαχωρισμένος ή σε απόσταση στη θέση ή τη θέση ή το χρόνο

  • "Αυτές οι πόλεις είναι πολλά μίλια μακριά"
  • "Είχε ξεχωρίσει τα πόδια του"
  • "Γεννήθηκε δύο χρόνια μακριά"
    συνώνυμο:
  • διαχωρίζω

2. Not taken into account or excluded from consideration

  • "These problems apart, the country is doing well"
  • "All joking aside, i think you're crazy"
    synonym:
  • apart
  • ,
  • aside

2. Δεν λαμβάνεται υπόψη ή αποκλείεται από την εξέταση

  • "Αυτά τα προβλήματα μεταξύ τους, η χώρα τα πάει καλά"
  • "Όλα αστειεύονται στην άκρη, νομίζω ότι είσαι τρελός"
    συνώνυμο:
  • διαχωρίζω
  • ,
  • από την άλλη

3. Away from another or others

  • "They grew apart over the years"
  • "Kept apart from the group out of shyness"
  • "Decided to live apart"
    synonym:
  • apart

3. Μακριά από άλλους ή άλλους

  • "Μεγάλωσαν με τα χρόνια"
  • "Εκτός από την ομάδα από ντροπαλότητα"
  • "Αποφάσισε να ζήσει χωριστά"
    συνώνυμο:
  • διαχωρίζω

4. Placed or kept separate and distinct as for a purpose

  • "Had a feeling of being set apart"
  • "Quality sets it apart"
  • "A day set aside for relaxing"
    synonym:
  • aside
  • ,
  • apart

4. Τοποθετείται ή διατηρείται ξεχωριστό και διακριτό ως για ένα σκοπό

  • "Έχω την αίσθηση ότι ξεχωρίζω"
  • "Η ποιότητα το ξεχωρίζει"
  • "Μια μέρα αφήστε την να χαλαρώσει"
    συνώνυμο:
  • από την άλλη
  • ,
  • διαχωρίζω

5. One from the other

  • "People can't tell the twins apart"
    synonym:
  • apart

5. Το ένα από το άλλο

  • "Οι άνθρωποι δεν μπορούν να ξεχωρίσουν τα δίδυμα"
    συνώνυμο:
  • διαχωρίζω

6. Into parts or pieces

  • "He took his father's watch apart"
  • "Split apart"
  • "Torn asunder"
    synonym:
  • apart
  • ,
  • asunder

6. Σε μέρη ή κομμάτια

  • "Πήρε το ρολόι του πατέρα του χωριστά"
  • "Διαλυμένος"
  • "Κατεστραμμένο από κάτω"
    συνώνυμο:
  • διαχωρίζω
  • ,
  • από

Examples of using

We can't stand apart. We ought to do something.
Δεν μπορούμε να σταθούμε χώρια. Πρέπει να κάνουμε κάτι.
The house stands apart from the others.
Το σπίτι ξεχωρίζει από τα άλλα.
Take it apart if necessary.
Απομακρύνετέ το αν είναι απαραίτητο.