Translation meaning & definition of the word "apace" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ειρήνη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Apace
[Απάτη]/əpes/
adverb
1. With rapid movements
- "He works quickly"
- synonym:
- quickly ,
- rapidly ,
- speedily ,
- chop-chop ,
- apace
1. Με γρήγορες κινήσεις
- "Λειτουργεί γρήγορα"
- συνώνυμο:
- γρήγορα ,
- τεμαχιστής ,
- απάτη
Examples of using
Ill news comes apace.
Τα άσχημα νέα έρχονται από απάτη.