Translation meaning & definition of the word "anus" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πρωκτός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Anus
[Πρωκτός]/enəs/
noun
1. The excretory opening at the end of the alimentary canal
- synonym:
- anus
1. Το άνοιγμα του εκκριτηρίου στο τέλος του διατροφικού καναλιού
- συνώνυμο:
- πρωκτός