Translation meaning & definition of the word "antitrust" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αντιμονοπωλιακό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Antitrust
[Αντιμονοπωλιακή]/æntaɪtrəst/
adjective
1. Of laws and regulations
- Designed to protect trade and commerce from unfair business practices
- synonym:
- antimonopoly ,
- antitrust
1. Νομοθεσία και κανονισμοί
- Σχεδιασμένο για την προστασία του εμπορίου και του εμπορίου από αθέμιτες επιχειρηματικές πρακτικές
- συνώνυμο:
- αντιμονοπωλιακό ,
- αντιμονοπωλιακή