Translation meaning & definition of the word "antisocial" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αντικοινωνική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Antisocial
[Αντικοινωνικόσ]/æntɪsoʊʃəl/
adjective
1. Shunning contact with others
- "Standoffish and antisocial"
- "He's not antisocial
- Just shy"
- synonym:
- antisocial
1. Αποφεύγοντας την επαφή με τους άλλους
- "Αντιπαράθεση και αντικοινωνική"
- "Δεν είναι αντικοινωνικός
- Απλά ντροπαλός"
- συνώνυμο:
- αντικοινωνικός
2. Hostile to or disruptive of normal standards of social behavior
- "Criminal behavior or conduct that violates the rights of other individuals is antisocial"
- "Crimes...and other asocial behavior"
- "An antisocial deed"
- synonym:
- antisocial ,
- asocial
2. Εχθρική προς ή διασπαστική των φυσιολογικών προτύπων κοινωνικής συμπεριφοράς
- "Η εγκληματική συμπεριφορά ή συμπεριφορά που παραβιάζει τα δικαιώματα άλλων ατόμων είναι αντικοινωνική"
- "Έγκλημα και άλλα ως κοινωνική συμπεριφορά"
- "Μια αντικοινωνική πράξη"
- συνώνυμο:
- αντικοινωνικός ,
- ασυνείδητοσ
Examples of using
He is antisocial.
Είναι αντικοινωνικός.
I don't mean to be antisocial, but I'm tired.
Δεν θέλω να είμαι αντικοινωνικός, αλλά είμαι κουρασμένος.
He's antisocial.
Είναι αντικοινωνικός.