Translation meaning & definition of the word "antiquity" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανομία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Antiquity
[Αρχαιότητα]/æntɪkwəti/
noun
1. The historic period preceding the middle ages in europe
- synonym:
- antiquity
1. Η ιστορική περίοδος που προηγείται του μεσαίωνα στην ευρώπη
- συνώνυμο:
- αρχαιότητα
2. Extreme oldness
- synonym:
- ancientness ,
- antiquity
2. Ακραία παλαιότητα
- συνώνυμο:
- αρχαιότητα
3. An artifact surviving from the past
- synonym:
- antiquity
3. Ένα τεχνούργημα που επιβιώνει από το παρελθόν
- συνώνυμο:
- αρχαιότητα
Examples of using
The cicada has represented insouciance since antiquity.
Το τζιτζίκι αντιπροσωπεύει την ανυπακοή από την αρχαιότητα.