Translation meaning & definition of the word "antipathy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αντιπάθεια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Antipathy
[Αντιπάθεια]/æntɪpəθi/
noun
1. A feeling of intense dislike
- synonym:
- antipathy ,
- aversion ,
- distaste
1. Αίσθηση έντονης αντιπάθειας
- συνώνυμο:
- αντιπάθεια ,
- αποστροφή
2. The object of a feeling of intense aversion
- Something to be avoided
- "Cats were his greatest antipathy"
- synonym:
- antipathy
2. Το αντικείμενο ενός αισθήματος έντονης αποστροφής
- Κάτι που πρέπει να αποφεύγεται
- "Οι γάτες ήταν η μεγαλύτερη αντιπάθειά του"
- συνώνυμο:
- αντιπάθεια