Translation meaning & definition of the word "anthropology" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανθρωπολογία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Anthropology
[Ανθρωπολογία]/ænθrəpɑləʤi/
noun
1. The social science that studies the origins and social relationships of human beings
- synonym:
- anthropology
1. Η κοινωνική επιστήμη που μελετά την προέλευση και τις κοινωνικές σχέσεις των ανθρώπων
- συνώνυμο:
- ανθρωπολογία
Examples of using
This book deals with anthropology.
Το βιβλίο αυτό ασχολείται με την ανθρωπολογία.