Translation meaning & definition of the word "anthology" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανθολογία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Anthology
[Ανθολογία]/ænθɑləʤi/
noun
1. A collection of selected literary passages
- synonym:
- anthology
1. Μια συλλογή από επιλεγμένα λογοτεχνικά περάσματα
- συνώνυμο:
- ανθολογία
Examples of using
I once read an interesting anthology of poetry generated by a computer program in 100.
Κάποτε διάβασα μια ενδιαφέρουσα ανθολογία της ποίησης που δημιουργήθηκε από ένα πρόγραμμα υπολογιστή σε 100.
I once read an interesting anthology of poetry generated by a computer program in 1984.
Κάποτε διάβασα μια ενδιαφέρουσα ανθολογία ποίησης που δημιουργήθηκε από ένα πρόγραμμα υπολογιστή το 1984.