Translation meaning & definition of the word "antagonize" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανταγωνισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Antagonize
[Ανταγωνίζω]/æntægənaɪz/
verb
1. Provoke the hostility of
- "Don't antagonize your boss"
- synonym:
- antagonize ,
- antagonise
1. Προκαλώντας την εχθρότητα του
- "Μην ανταγωνίζεσαι το αφεντικό σου"
- συνώνυμο:
- ανταγωνίζω
2. Act in opposition to
- synonym:
- antagonize ,
- antagonise ,
- counteract
2. Ενεργώντας σε αντίθεση με
- συνώνυμο:
- ανταγωνίζω ,
- αντιπαραβάλλω