Translation meaning & definition of the word "antagonistic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανταγωνιστική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Antagonistic
[Ανταγωνιστικόσ]/æntægənɪstɪk/
adjective
1. Indicating opposition or resistance
- synonym:
- antagonistic ,
- counter
1. Αντιπολίτευση ή αντίσταση
- συνώνυμο:
- ανταγωνιστικόσ ,
- μετρητής
2. Characterized by antagonism or antipathy
- "Slaves antagonistic to their masters"
- "Antipathetic factions within the party"
- synonym:
- antagonistic ,
- antipathetic ,
- antipathetical
2. Χαρακτηρίζεται από ανταγωνισμό ή αντιπάθεια
- "Σκλάβοι ανταγωνιστικοί με τους κυρίους τους"
- "Αντιπαθητικές φατρίες μέσα στο κόμμα"
- συνώνυμο:
- ανταγωνιστικόσ ,
- αντιπαθητική
3. Arousing animosity or hostility
- "His antagonistic brusqueness"
- "Europe was antagonistic to the unites states"
- synonym:
- antagonistic
3. Προκαλώντας εχθρότητα ή εχθρότητα
- "Η ανταγωνιστική του κακία"
- "Η ευρώπη ήταν ανταγωνιστική με τις ηνωμένες πολιτείες"
- συνώνυμο:
- ανταγωνιστικόσ
4. Used especially of drugs or muscles that counteract or neutralize each other's effect
- synonym:
- antagonistic ,
- incompatible
4. Χρησιμοποιείται ειδικά από φάρμακα ή μύες που αντισταθμίζουν ή εξουδετερώνουν το αποτέλεσμα του άλλου
- συνώνυμο:
- ανταγωνιστικόσ ,
- ασυμβίβαστοσ
5. Incapable of harmonious association
- synonym:
- antagonistic
5. Ανίκανος για αρμονική συνεργασία
- συνώνυμο:
- ανταγωνιστικόσ