Translation meaning & definition of the word "antagonist" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανταγωνιστής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Antagonist
[Ανταγωνιστήσ]/æntægənəst/
noun
1. Someone who offers opposition
- synonym:
- adversary ,
- antagonist ,
- opponent ,
- opposer ,
- resister
1. Κάποιος που προσφέρει αντιπολίτευση
- συνώνυμο:
- αντίπαλος ,
- ανταγωνιστήσ ,
- εναντιούμενοσ ,
- επαναποστολή
2. A muscle that relaxes while another contracts
- "When bending the elbow the triceps are the antagonist"
- synonym:
- antagonist
2. Ένας μυς που χαλαρώνει ενώ ένας άλλος συστέλλεται
- "Όταν κάμπτεται ο αγκώνας οι τρικέφαλοι είναι ο ανταγωνιστής"
- συνώνυμο:
- ανταγωνιστήσ
3. A drug that neutralizes or counteracts the effects of another drug
- synonym:
- antagonist
3. Ένα φάρμακο που εξουδετερώνει ή αντισταθμίζει τις επιδράσεις ενός άλλου φαρμάκου
- συνώνυμο:
- ανταγωνιστήσ