Translation meaning & definition of the word "ant" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αντ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ant
[Μυρμήγκι]/ænt/
noun
1. Social insect living in organized colonies
- Characteristically the males and fertile queen have wings during breeding season
- Wingless sterile females are the workers
- synonym:
- ant ,
- emmet ,
- pismire
1. Κοινωνικό έντομο που ζει σε οργανωμένες αποικίες
- Χαρακτηριστικά τα αρσενικά και η γόνιμη βασίλισσα έχουν φτερά κατά τη διάρκεια της περιόδου αναπαραγωγής
- Τα αφτερά αποστειρωμένα θηλυκά είναι οι εργάτες
- συνώνυμο:
- μυρμήγκι ,
- εμμετρία ,
- πίσμαρ
Examples of using
Work as the ant.
Εργαστείτε ως μυρμήγκι.