Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "answer" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απάντηση" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Answer

[Απάντηση]
/ænsər/

noun

1. A statement (either spoken or written) that is made to reply to a question or request or criticism or accusation

  • "I waited several days for his answer"
  • "He wrote replies to several of his critics"
    synonym:
  • answer
  • ,
  • reply
  • ,
  • response

1. Μια δήλωση (είτε προφορική είτε γραπτή) που γίνεται για να απαντήσει σε μια ερώτηση ή αίτημα ή κριτική ή κατηγορία

  • "Περίμενα αρκετές μέρες για την απάντησή του"
  • "Έγραψε απαντήσεις σε πολλούς από τους επικριτές του"
    συνώνυμο:
  • απάντηση

2. A statement that solves a problem or explains how to solve the problem

  • "They were trying to find a peaceful solution"
  • "The answers were in the back of the book"
  • "He computed the result to four decimal places"
    synonym:
  • solution
  • ,
  • answer
  • ,
  • result
  • ,
  • resolution
  • ,
  • solvent

2. Μια δήλωση που λύνει ένα πρόβλημα ή εξηγεί πώς να λύσει το πρόβλημα

  • "Προσπαθούσαν να βρουν μια ειρηνική λύση"
  • "Οι απαντήσεις ήταν στο πίσω μέρος του βιβλίου"
  • "Υπολόγισε το αποτέλεσμα σε τέσσερα δεκαδικά ψηφία"
    συνώνυμο:
  • λύση
  • ,
  • απάντηση
  • ,
  • αποτέλεσμα
  • ,
  • ψήφισμα
  • ,
  • διαλύτης

3. The speech act of replying to a question

    synonym:
  • answer

3. Η πράξη ομιλίας της απάντησης σε μια ερώτηση

    συνώνυμο:
  • απάντηση

4. The principal pleading by the defendant in response to plaintiff's complaint

  • In criminal law it consists of the defendant's plea of `guilty' or `not guilty' (or nolo contendere)
  • In civil law it must contain denials of all allegations in the plaintiff's complaint that the defendant hopes to controvert and it can contain affirmative defenses or counterclaims
    synonym:
  • answer

4. Τον κύριο παρακαλώντας τον κατηγορούμενο σε απάντηση στην καταγγελία του ενάγοντος

  • Στο ποινικό δίκαιο αποτελείται από την έκκληση του κατηγορουμένου για `ένοχος' ή `όχι ένοχος' (ορ νολο υποστηρικτής
  • Στο αστικό δίκαιο πρέπει να περιέχει αρνήσεις όλων των ισχυρισμών στην καταγγελία του ενάγοντος ότι ο κατηγορούμενος ελέγχει και αξιώσεις
    συνώνυμο:
  • απάντηση

5. A nonverbal reaction

  • "His answer to any problem was to get drunk"
  • "Their answer was to sue me"
    synonym:
  • answer

5. Μια μη λεκτική αντίδραση

  • "Η απάντησή του σε οποιοδήποτε πρόβλημα ήταν να μεθύσει"
  • "Η απάντησή τους ήταν να με μηνύσουν"
    συνώνυμο:
  • απάντηση

verb

1. React verbally

  • "She didn't want to answer"
  • "Answer the question"
  • "We answered that we would accept the invitation"
    synonym:
  • answer
  • ,
  • reply
  • ,
  • respond

1. Αντιδράστε προφορικά

  • "Δεν ήθελε να απαντήσει"
  • "Απαντήστε στην ερώτηση"
  • "Απαντήσαμε ότι θα δεχτούμε την πρόσκληση"
    συνώνυμο:
  • απάντηση
  • ,
  • απαντώ

2. Respond to a signal

  • "Answer the door"
  • "Answer the telephone"
    synonym:
  • answer

2. Απαντήστε σε ένα σήμα

  • "Απάντησε στην πόρτα"
  • "Απαντήστε στο τηλέφωνο"
    συνώνυμο:
  • απάντηση

3. Give the correct answer or solution to

  • "Answer a question"
  • "Answer the riddle"
    synonym:
  • answer

3. Δώστε τη σωστή απάντηση ή λύση στο

  • "Απαντήστε σε μια ερώτηση"
  • "Απαντήστε στο αίνιγμα"
    συνώνυμο:
  • απάντηση

4. Understand the meaning of

  • "The question concerning the meaning of life cannot be answered"
    synonym:
  • answer
  • ,
  • resolve

4. Κατανοήστε την έννοια του

  • "Το ερώτημα σχετικά με το νόημα της ζωής δεν μπορεί να απαντηθεί"
    συνώνυμο:
  • απάντηση
  • ,
  • επιλύω

5. Give a defence or refutation of (a charge) or in (an argument)

  • "The defendant answered to all the charges of the prosecution"
    synonym:
  • answer

5. Δώστε υπεράσπιση ή αναίρεση του (α ή στο )ανικό επιχείρημα(

  • "Ο κατηγορούμενος απάντησε σε όλες τις κατηγορίες της εισαγγελίας"
    συνώνυμο:
  • απάντηση

6. Be liable or accountable

  • "She must answer for her actions"
    synonym:
  • answer

6. Να είστε υπεύθυνοι ή υπεύθυνοι

  • "Πρέπει να απαντήσει για τις πράξεις της"
    συνώνυμο:
  • απάντηση

7. Be sufficient

  • Be adequate, either in quality or quantity
  • "A few words would answer"
  • "This car suits my purpose well"
  • "Will $100 do?"
  • "A 'b' grade doesn't suffice to get me into medical school"
  • "Nothing else will serve"
    synonym:
  • suffice
  • ,
  • do
  • ,
  • answer
  • ,
  • serve

7. Να είσαι αρκετός

  • Να είστε επαρκείς, είτε σε ποιότητα είτε σε ποσότητα
  • "Μερικές λέξεις θα απαντούσαν"
  • "Το αυτοκίνητο αυτό ταιριάζει στον σκοπό μου καλά"
  • "Θα κάνει $100?"
  • "Ένας βαθμός δεν αρκεί για να με πάει στην ιατρική σχολή"
  • "Τίποτα άλλο δεν θα εξυπηρετήσει"
    συνώνυμο:
  • αρκεί
  • ,
  • κάνω
  • ,
  • απάντηση
  • ,
  • σερβίρω

8. Match or correspond

  • "The drawing of the suspect answers to the description the victim gave"
    synonym:
  • answer

8. Αγώνας ή αντιστοιχία

  • "Το σχέδιο του υπόπτου απαντά στην περιγραφή που έδωσε το θύμα"
    συνώνυμο:
  • απάντηση

9. Be satisfactory for

  • Meet the requirements of or serve the purpose of
  • "This may answer her needs"
    synonym:
  • answer

9. Να είστε ικανοποιητικοί για

  • Πληρούν τις απαιτήσεις ή εξυπηρετούν το σκοπό
  • "Αυτό μπορεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες της"
    συνώνυμο:
  • απάντηση

10. React to a stimulus or command

  • "The steering of my new car answers to the slightest touch"
    synonym:
  • answer

10. Αντιδράστε σε ένα ερέθισμα ή εντολή

  • "Το τιμόνι του νέου μου αυτοκινήτου απαντά στο παραμικρό άγγιγμα"
    συνώνυμο:
  • απάντηση

Examples of using

Does that answer your question?
Απαντάει αυτό στην ερώτησή σας?
Does that answer satisfy you?
Σας ικανοποιεί αυτή η απάντηση?
Your answer is incorrect.
Η απάντησή σας είναι λανθασμένη.