Translation meaning & definition of the word "anorexia" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανορεξία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Anorexia
[Ανορεξία]/ænərɛksiə/
noun
1. A prolonged disorder of eating due to loss of appetite
- synonym:
- anorexia
1. Μια παρατεταμένη διαταραχή του φαγητού λόγω απώλειας της όρεξης
- συνώνυμο:
- ανορεξία