Translation meaning & definition of the word "anode" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανόδιο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Anode
[Ανόδιο]/ænoʊd/
noun
1. A positively charged electrode by which electrons leave an electrical device
- synonym:
- anode
1. Ένα θετικά φορτισμένο ηλεκτρόδιο με το οποίο τα ηλεκτρόνια αφήνουν μια ηλεκτρική συσκευή
- συνώνυμο:
- ανόδιο
2. The negatively charged terminal of a voltaic cell or storage battery that supplies current
- synonym:
- anode
2. Το αρνητικά φορτισμένο τερματικό ενός βολταϊκού κυττάρου ή μιας μπαταρίας αποθήκευσης που παρέχει το ρεύμα
- συνώνυμο:
- ανόδιο