Translation meaning & definition of the word "annuity" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φιλοδοξία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Annuity
[Επιφάνεια]/ənuəti/
noun
1. Income from capital investment paid in a series of regular payments
- "His retirement fund was set up to be paid as an annuity"
- synonym:
- annuity ,
- rente
1. Έσοδα από επενδύσεις κεφαλαίου που καταβάλλονται σε σειρά τακτικών πληρωμών
- "Το ταμείο συνταξιοδότησής του δημιουργήθηκε για να πληρωθεί ως προσόδου"
- συνώνυμο:
- προσόδου ,
- ενοικίαση