Translation meaning & definition of the word "annually" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ετήσια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Annually
[Ετησίως]/ænjuəli/
adverb
1. Without missing a year
- "They travel to china annually"
- synonym:
- annually ,
- yearly ,
- every year ,
- each year
1. Χωρίς να χάσει ούτε ένα χρόνο
- "Ταξιδεύουν στην κίνα κάθε χρόνο"
- συνώνυμο:
- ετησίως ,
- ετήσιος ,
- κάθε χρόνο
2. By the year
- Every year (usually with reference to a sum of money paid or received)
- "He earned $100,000 per annum"
- "We issue six volumes per annum"
- synonym:
- per annum ,
- p.a. ,
- per year ,
- each year ,
- annually
2. Μέχρι το έτος
- Κάθε χρόνο (συνήθως με αναφορά σε χρηματικό ποσό που καταβάλλεται ή λαμβάνεται)
- "Κέρδισε $100.000 ετησίως"
- "Εκδίδουμε έξι τόμους ετησίως"
- συνώνυμο:
- ετησίως ,
- π.α. ,
- ανά έτος ,
- κάθε χρόνο
Examples of using
The meeting will be held annually.
Η συνάντηση θα πραγματοποιείται κάθε χρόνο.