Translation meaning & definition of the word "animosity" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ζώο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Animosity
[Απελπισία]/ænəmɑsəti/
noun
1. A feeling of ill will arousing active hostility
- synonym:
- animosity ,
- animus ,
- bad blood
1. Ένα αίσθημα ασθενείας θα προκαλέσει ενεργό εχθρότητα
- συνώνυμο:
- εχθρότητα ,
- άνιμα ,
- κακό αίμα