Translation meaning & definition of the word "animal" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ζώο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Animal
[Ζώο]/ænəməl/
noun
1. A living organism characterized by voluntary movement
- synonym:
- animal ,
- animate being ,
- beast ,
- brute ,
- creature ,
- fauna
1. Ένας ζωντανός οργανισμός που χαρακτηρίζεται από εθελοντική κίνηση
- συνώνυμο:
- ζώο ,
- ζωντανεύω ,
- θηρίο ,
- βρωμερός ,
- πλάσμα ,
- πανίδα
adjective
1. Marked by the appetites and passions of the body
- "Animal instincts"
- "Carnal knowledge"
- "Fleshly desire"
- "A sensual delight in eating"
- "Music is the only sensual pleasure without vice"
- synonym:
- animal(a) ,
- carnal ,
- fleshly ,
- sensual
1. Χαρακτηρίζεται από τις ορέξεις και τα πάθη του σώματος
- "Ζωικά ένστικτα"
- "Σαρκική γνώση"
- "Σαρκική επιθυμία"
- "Αισθησιακή απόλαυση στο φαγητό"
- "Η μουσική είναι η μόνη αισθησιακή απόλαυση χωρίς κακία"
- συνώνυμο:
- ζωικό( ,
- σαρκικόσ ,
- σαρκώδησ ,
- αισθησιακός
Examples of using
The great blue whale is the largest animal to have ever existed.
Η μεγάλη μπλε φάλαινα είναι το μεγαλύτερο ζώο που υπήρξε ποτέ.
If I were an animal, I'd be a dolphin.
Αν ήμουν ζώο, θα ήμουν δελφίνι.
What's your favorite animal?
Ποιο είναι το αγαπημένο σας ζώο?