Translation meaning & definition of the word "anguish" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γλώσσα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Anguish
[Αναστατωμένοσ]/æŋgwɪʃ/
noun
1. Extreme mental distress
- synonym:
- anguish ,
- torment ,
- torture
1. Ακραία ψυχική δυσφορία
- συνώνυμο:
- αγωνία ,
- βασανιστήριο
2. Extreme distress of body or mind
- synonym:
- anguish
2. Ακραία δυσφορία του σώματος ή του μυαλού
- συνώνυμο:
- αγωνία
verb
1. Suffer great pains or distress
- synonym:
- anguish
1. Υποφέρετε από μεγάλους πόνους ή δυσφορία
- συνώνυμο:
- αγωνία
2. Cause emotional anguish or make miserable
- "It pains me to see my children not being taught well in school"
- synonym:
- pain ,
- anguish ,
- hurt
2. Προκαλέστε συναισθηματική αγωνία ή κάντε δυστυχισμένο
- "Με πονάει να βλέπω τα παιδιά μου να μην διδάσκονται καλά στο σχολείο"
- συνώνυμο:
- πόνος ,
- αγωνία ,
- πληγώνω