Translation meaning & definition of the word "angst" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αγγλικά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Angst
[Αγκίστρια]/ɑŋkst/
noun
1. An acute but unspecific feeling of anxiety
- Usually reserved for philosophical anxiety about the world or about personal freedom
- synonym:
- angst
1. Μια οξεία αλλά ανεπαίσθητη αίσθηση άγχους
- Συνήθως προορίζεται για φιλοσοφικό άγχος για τον κόσμο ή για προσωπική ελευθερία
- συνώνυμο:
- αγωνία