Translation meaning & definition of the word "angler" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αγγλικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Angler
[Ψευτοπαλλικαράς]/æŋglər/
noun
1. A scheming person
- Someone who schemes to gain an advantage
- synonym:
- angler
1. Ένας σχηματοποιημένος άνθρωπος
- Κάποιος που προσπαθεί να αποκτήσει πλεονέκτημα
- συνώνυμο:
- αγγλιστήσ
2. A fisherman who uses a hook and line
- synonym:
- angler ,
- troller
2. Ένας ψαράς που χρησιμοποιεί ένα γάντζο και μια γραμμή
- συνώνυμο:
- αγγλιστήσ ,
- τρολέρ
3. Fishes having large mouths with a wormlike filament attached for luring prey
- synonym:
- goosefish ,
- angler ,
- anglerfish ,
- angler fish ,
- monkfish ,
- lotte ,
- allmouth ,
- Lophius Americanus
3. Ψάρια που έχουν μεγάλα στόματα με σκουληκοειδή ίνα που συνδέεται με τη δελεαστική λεία
- συνώνυμο:
- πεταλούδα ,
- αγγλιστήσ ,
- αγγλόψαρο ,
- ψαράκια ,
- μοναχός ,
- λόττε ,
- άλμουθ ,
- Λόφιος Αμερικανός