Translation meaning & definition of the word "angina" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "στηθάγχη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Angina
[Στηθάγχη]/ænʤaɪnə/
noun
1. Any disease of the throat or fauces marked by spasmodic attacks of intense suffocative pain
- synonym:
- angina
1. Οποιαδήποτε ασθένεια του λαιμού ή των βαλβίδων που χαρακτηρίζονται από σπασμωδικές επιθέσεις έντονου ασφυκτικού πόνου
- συνώνυμο:
- στηθάγχη
2. A heart condition marked by paroxysms of chest pain due to reduced oxygen to the heart
- synonym:
- angina pectoris ,
- angina
2. Μια καρδιακή πάθηση που χαρακτηρίζεται από παροξυσμούς πόνου στο στήθος λόγω μειωμένου οξυγόνου στην καρδιά
- συνώνυμο:
- στηθάγχη