Translation meaning & definition of the word "anew" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "νέα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Anew
[Ένα νέο]/ənu/
adverb
1. Again but in a new or different way
- "Start afresh"
- "Wanted to write the story anew"
- "Starting life anew in a fresh place"
- synonym:
- afresh ,
- anew
1. Και πάλι, αλλά με νέο ή διαφορετικό τρόπο
- "Ξεκινήστε νέα"
- "Θέλω να γράψω εκ νέου την ιστορία"
- "Ξεκινώντας τη ζωή εκ νέου σε ένα φρέσκο μέρος"
- συνώνυμο:
- εκ νέου
Examples of using
If someone can't remember his past, he's doomed to experience it anew.
Αν κάποιος δεν μπορεί να θυμηθεί το παρελθόν του, είναι καταδικασμένος να το βιώσει εκ νέου.