Translation meaning & definition of the word "anesthesiologist" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αναισθησιολόγος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Anesthesiologist
[Αναισθησιολόγος]/ænəsθiziɑləʤəst/
noun
1. A specialist who administers an anesthetic to a patient before he is treated
- synonym:
- anesthesiologist ,
- anesthetist ,
- anaesthetist
1. Ένας ειδικός που χορηγεί αναισθητικό σε έναν ασθενή πριν από τη θεραπεία
- συνώνυμο:
- αναισθησιολόγος ,
- αναισθησιολόγοσ