Translation meaning & definition of the word "anemometer" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανεμόμετρο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Anemometer
[Ανεμόμετρο]/ænəmɑmətər/
noun
1. A gauge for recording the speed and direction of wind
- synonym:
- anemometer ,
- wind gauge ,
- wind gage
1. Ένας μετρητής για την καταγραφή της ταχύτητας και της κατεύθυνσης του ανέμου
- συνώνυμο:
- ανεμόμετρο ,
- ανεμοδείκτης ,
- αιολικός