Translation meaning & definition of the word "andante" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αντάντε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Andante
[Αντάντε]/ɑndɑnte/
noun
1. A moderately slow tempo (a walking pace)
- synonym:
- andante
1. Ένας μέτρια αργός ρυθμός (α ρυθμός περπατήματος)
- συνώνυμο:
- αντάντε
2. A musical composition or musical passage to be performed moderately slow
- synonym:
- andante
2. Μια μουσική σύνθεση ή μουσικό πέρασμα που πρέπει να εκτελείται μέτρια αργή
- συνώνυμο:
- αντάντε
adjective
1. (of tempo) moderately slow
- synonym:
- andante
1. ( του τέμπ) μέτρια αργή
- συνώνυμο:
- αντάντε
adverb
1. At a moderately slow tempo
- "This passage must be played andante"
- synonym:
- andante
1. Σε έναν μετρίως αργό ρυθμό
- "Αυτό το απόσπασμα πρέπει να παιχτεί καιπάντα"
- συνώνυμο:
- αντάντε