Translation meaning & definition of the word "anchorage" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αγγειοπλαστική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Anchorage
[Αγκυροβόλιο]/æŋkərəʤ/
noun
1. The condition of being secured to a base
- "The plant needs a firm anchorage"
- "The mother provides emotional anchorage for the entire family"
- synonym:
- anchorage
1. Η κατάσταση της εξασφάλισης σε μια βάση
- "Το εργοστάσιο χρειάζεται ένα σταθερό αγκυροβόλιο"
- "Η μητέρα παρέχει συναισθηματικό αγκυροβόλιο για όλη την οικογένεια"
- συνώνυμο:
- αγκυροβόλιο
2. A fee for anchoring
- synonym:
- anchorage
2. Ένα τέλος για την αγκύρωση
- συνώνυμο:
- αγκυροβόλιο
3. A city in south central alaska
- "Anchorage is the largest city in alaska"
- synonym:
- Anchorage
3. Μια πόλη στη νότια κεντρική αλάσκα
- "Το άνκορατζ είναι η μεγαλύτερη πόλη της αλάσκας"
- συνώνυμο:
- Αγκυροβόλιο
4. Place for vessels to anchor
- synonym:
- anchorage ,
- anchorage ground
4. Θέση για τα σκάφη να αγκυροβολήσουν
- συνώνυμο:
- αγκυροβόλιο
5. The act of anchoring
- synonym:
- anchorage
5. Η πράξη της αγκύρωσης
- συνώνυμο:
- αγκυροβόλιο