Translation meaning & definition of the word "ancestral" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χαρακτηριστικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ancestral
[Προγόνου]/ænsɛstrəl/
adjective
1. Inherited or inheritable by established rules (usually legal rules) of descent
- "Ancestral home"
- "Ancestral lore"
- "Hereditary monarchy"
- "Patrimonial estate"
- "Transmissible tradition"
- synonym:
- ancestral ,
- hereditary ,
- patrimonial ,
- transmissible
1. Κληρονομημένος ή κληρονομικός με καθιερωμένους κανόνες (συνήθως νομικοί κανόνες) καταγωγής
- "Παλαιό σπίτι"
- "Παραλία του παραληρήματος"
- "Κληρονομική μοναρχία"
- "Πατριωτική ιδιοκτησία"
- "Μεταδοτική παράδοση"
- συνώνυμο:
- προγονικόσ ,
- κληρονομικός ,
- πατρογονικόσ ,
- μεταδοτικόσ
2. Of or belonging to or inherited from an ancestor
- synonym:
- ancestral
2. Από ή ανήκουν ή κληρονομούνται από έναν πρόγονο
- συνώνυμο:
- προγονικόσ