Translation meaning & definition of the word "anatomy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανατομία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Anatomy
[Ανατομία]/ənætəmi/
noun
1. The branch of morphology that deals with the structure of animals
- synonym:
- anatomy ,
- general anatomy
1. Ο κλάδος της μορφολογίας που ασχολείται με τη δομή των ζώων
- συνώνυμο:
- ανατομία ,
- γενική ανατομία
2. Alternative names for the body of a human being
- "Leonardo studied the human body"
- "He has a strong physique"
- "The spirit is willing but the flesh is weak"
- synonym:
- human body ,
- physical body ,
- material body ,
- soma ,
- build ,
- figure ,
- physique ,
- anatomy ,
- shape ,
- bod ,
- chassis ,
- frame ,
- form ,
- flesh
2. Εναλλακτικές ονομασίες για το σώμα ενός ανθρώπου
- "Ο λεονάρντο μελέτησε το ανθρώπινο σώμα"
- "Έχει ισχυρή σωματική διάπλαση"
- "Το πνεύμα είναι πρόθυμο, αλλά η σάρκα είναι αδύναμη"
- συνώνυμο:
- ανθρώπινο σώμα ,
- φυσικό σώμα ,
- υλικό σώμα ,
- σομα ,
- κατασκευή ,
- σχήμα ,
- σωματική διάπλαση ,
- ανατομία ,
- μπούστο ,
- πλαίσιο ,
- φόρμα ,
- σάρκα
3. A detailed analysis
- "He studied the anatomy of crimes"
- synonym:
- anatomy
3. Λεπτομερής ανάλυση
- "Μελέτησε την ανατομία των εγκλημάτων"
- συνώνυμο:
- ανατομία
Examples of using
If a guy has got a bunch of flowers in his hand, it means that he is going to practise not botany, but anatomy.
Εάν ένας άντρας έχει ένα μάτσο λουλούδια στο χέρι του, αυτό σημαίνει ότι πρόκειται να ασκήσει όχι βοτανική, αλλά ανατομία.