Translation meaning & definition of the word "anarchy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αναρχία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Anarchy
[Αναρχία]/ænərki/
noun
1. A state of lawlessness and disorder (usually resulting from a failure of government)
- synonym:
- anarchy ,
- lawlessness
1. Μια κατάσταση ανομίας και διαταραχής (συνήθως προκύπτει από αποτυχία της κυβέρνησης)
- συνώνυμο:
- αναρχία ,
- ανομία
Examples of using
The economic anarchy of capitalist society as it exists today is, in my opinion, the real source of the evil.
Η οικονομική αναρχία της καπιταλιστικής κοινωνίας όπως υπάρχει σήμερα είναι, κατά τη γνώμη μου, η πραγματική πηγή του κακού.