Translation meaning & definition of the word "analytical" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αναλυτική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Analytical
[Αναλυτικόσ]/ænəlɪtɪkəl/
adjective
1. Using or skilled in using analysis (i.e., separating a whole--intellectual or substantial--into its elemental parts or basic principles)
- "An analytic experiment"
- "An analytic approach"
- "A keenly analytic man"
- "Analytical reasoning"
- "An analytical mind"
- synonym:
- analytic ,
- analytical
1. Χρησιμοποιώντας ή ειδικευμένο στη χρήση της ανάλυσης (.ε., διαχωρίζοντας ένα ολοκληρωμένο ή ουσιαστικό-στοιχειακά τμήματα ή βασικές αρχές του)
- "Ένα αναλυτικό πείραμα"
- "Μια αναλυτική προσέγγιση"
- "Ένας έντονα αναλυτικός άνθρωπος"
- "Αναλυτική λογική"
- "Αναλυτικό μυαλό"
- συνώνυμο:
- αναλυτικόσ ,
- αναλυτικός
2. Of a proposition that is necessarily true independent of fact or experience
- "`all spinsters are unmarried' is an analytic proposition"
- synonym:
- analytic ,
- analytical
2. Μια πρόταση που είναι αναγκαστικά αληθινή ανεξάρτητα από το γεγονός ή την εμπειρία
- "Όλοι οι σπινστέρ είναι άγαμοι είναι μια αναλυτική πρόταση"
- συνώνυμο:
- αναλυτικόσ ,
- αναλυτικός
Examples of using
Tom's got an analytical mind.
Ο Τομ έχει αναλυτικό μυαλό.
I'm analytical.
Είμαι αναλυτικός.
Tom's got an analytical mind.
Ο Τομ έχει αναλυτικό μυαλό.