Translation meaning & definition of the word "analysis" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανάλυση" στην ελληνική γλώσσα
Analysis
[Ανάλυση]noun
1. An investigation of the component parts of a whole and their relations in making up the whole
- synonym:
- analysis
1. Διερεύνηση των συστατικών τμημάτων ενός συνόλου και των σχέσεών τους στην αποτελεσματοποίηση του συνόλου
- συνώνυμο:
- ανάλυση
2. The abstract separation of a whole into its constituent parts in order to study the parts and their relations
- synonym:
- analysis ,
- analytic thinking
2. Ο αφηρημένος διαχωρισμός ενός συνόλου στα συστατικά του μέρη για να μελετήσει τα μέρη και τις σχέσεις τους
- συνώνυμο:
- ανάλυση ,
- αναλυτική σκέψη
3. A form of literary criticism in which the structure of a piece of writing is analyzed
- synonym:
- analysis
3. Μια μορφή λογοτεχνικής κριτικής στην οποία αναλύεται η δομή ενός έργου
- συνώνυμο:
- ανάλυση
4. The use of closed-class words instead of inflections: e.g., `the father of the bride' instead of `the bride's father'
- synonym:
- analysis
4. Η χρήση λέξεων κλειστής τάξης αντί για κλίσεις: π.χ., `ο πατέρας της νύφης'' αντί του πατέρα της νύφης'
- συνώνυμο:
- ανάλυση
5. A branch of mathematics involving calculus and the theory of limits
- Sequences and series and integration and differentiation
- synonym:
- analysis
5. Ένας κλάδος των μαθηματικών που περιλαμβάνει το λογισμό και τη θεωρία των ορίων
- Ακολουθίες και σειρές και ενσωμάτωση και διαφοροποίηση
- συνώνυμο:
- ανάλυση
6. A set of techniques for exploring underlying motives and a method of treating various mental disorders
- Based on the theories of sigmund freud
- "His physician recommended psychoanalysis"
- synonym:
- psychoanalysis ,
- analysis ,
- depth psychology
6. Ένα σύνολο τεχνικών για τη διερεύνηση υποκείμενων κινήτρων και μια μέθοδο θεραπείας διαφόρων ψυχικών διαταραχών
- Με βάση τις θεωρίες του σίγκμουντ φρόιντ
- "Ο γιατρός του συνέστησε ψυχανάλυση"
- συνώνυμο:
- ψυχανάλυση ,
- ανάλυση ,
- ψυχολογία βάθους