Translation meaning & definition of the word "analogy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αναλογία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Analogy
[Αναλογία]/ənæləʤi/
noun
1. An inference that if things agree in some respects they probably agree in others
- synonym:
- analogy
1. Ένα συμπέρασμα ότι αν τα πράγματα συμφωνούν από ορισμένες απόψεις, πιθανότατα συμφωνούν σε άλλες
- συνώνυμο:
- αναλογία
2. Drawing a comparison in order to show a similarity in some respect
- "The operation of a computer presents and interesting analogy to the working of the brain"
- "The models show by analogy how matter is built up"
- synonym:
- analogy
2. Σχεδιάζοντας μια σύγκριση για να δείξει μια ομοιότητα από κάποια άποψη
- "Η λειτουργία ενός υπολογιστή παρουσιάζει και ενδιαφέρουσα αναλογία με τη λειτουργία του εγκεφάλου"
- "Τα μοντέλα δείχνουν κατ 'αναλογία πώς δημιουργείται η ύλη"
- συνώνυμο:
- αναλογία
3. The religious belief that between creature and creator no similarity can be found so great but that the dissimilarity is always greater
- Any analogy between god and humans will always be inadequate
- synonym:
- doctrine of analogy ,
- analogy
3. Η θρησκευτική πεποίθηση ότι μεταξύ πλάσματος και δημιουργού δεν μπορεί να βρεθεί τόσο μεγάλη ομοιότητα, αλλά ότι η ανομοιότητα είναι πάν
- Οποιαδήποτε αναλογία μεταξύ θεού και ανθρώπων θα είναι πάντα ανεπαρκής
- συνώνυμο:
- δόγμα της αναλογίας ,
- αναλογία
Examples of using
I don't understand the analogy.
Δεν καταλαβαίνω την αναλογία.