Translation meaning & definition of the word "analogue" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανάλογος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Analogue
[Αναλογικός]/ænəlɔg/
noun
1. Something having the property of being analogous to something else
- synonym:
- analogue ,
- analog ,
- parallel
1. Κάτι που έχει την ιδιότητα να είναι ανάλογο με κάτι άλλο
- συνώνυμο:
- αναλογικό ,
- αναλογικός ,
- παράλληλοσ
adjective
1. Of a circuit or device having an output that is proportional to the input
- "Analogue device"
- "Linear amplifier"
- synonym:
- analogue ,
- analog ,
- linear
1. Από ένα κύκλωμα ή μια συσκευή που έχει μια έξοδο που είναι ανάλογη προς την είσοδο
- "Αναλογική συσκευή"
- "Γραμμικός ενισχυτής"
- συνώνυμο:
- αναλογικό ,
- αναλογικός ,
- γραμμικός