Translation meaning & definition of the word "analgesic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αναλγητική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Analgesic
[Αναλγητικό]/ænəlʤisɪk/
noun
1. A medicine used to relieve pain
- synonym:
- analgesic ,
- anodyne ,
- painkiller ,
- pain pill
1. Ένα φάρμακο που χρησιμοποιείται για την ανακούφιση του πόνου
- συνώνυμο:
- αναλγητικό ,
- ανώδυνο ,
- παυσίπονο ,
- χάπι πόνου
adjective
1. Capable of relieving pain
- "The anodyne properties of certain drugs"
- "An analgesic effect"
- synonym:
- analgesic ,
- analgetic ,
- anodyne
1. Ικανό να ανακουφίσει τον πόνο
- "Οι ανοδυναμικές ιδιότητες ορισμένων φαρμάκων"
- "Αναλγητικό αποτέλεσμα"
- συνώνυμο:
- αναλγητικό ,
- αναλγητική ,
- ανώδυνο
Examples of using
Please give me some analgesic.
Παρακαλώ δώστε μου λίγο αναλγητικό.