Translation meaning & definition of the word "anagram" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αναγραμματισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Anagram
[Ανάγραμμα]/ænəgræm/
noun
1. A word or phrase spelled by rearranging the letters of another word or phrase
- synonym:
- anagram
1. Μια λέξη ή φράση που γράφεται αναδιατάσσοντας τα γράμματα μιας άλλης λέξης ή φράσης
- συνώνυμο:
- ανάγραμμα
verb
1. Read letters out of order to discover a hidden meaning
- synonym:
- anagram ,
- anagrammatize ,
- anagrammatise
1. Διαβάστε γράμματα εκτός λειτουργίας για να ανακαλύψετε ένα κρυφό νόημα
- συνώνυμο:
- ανάγραμμα ,
- αναγραμματίζω
Examples of using
"Kyoto" is an anagram of "Tokyo."
"Το "Κιότο" είναι ένα ανάγραμμα του "Τόκιο."